- μουσικογράφος
- ο, ηαυτός που ασχολείται με τη μουσικογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσική + -γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Άγγ. Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουσικογραφία — η μουσ. η συγγραφή μουσικών θεμάτων, εκλαϊκευμένων μελετών ή αναφορών στην ιστορία τής μουσικής ή τών μουσικών καθώς και η περιγραφή μουσικών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσικογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μουσικογραφικός — ή, ό [μουσικογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσικογραφία … Dictionary of Greek
Φαμίντσιν, Αλεξάντρ Σεργκέιεβιτς — (1841 – 1896). Ρώσος συνθέτης και μουσικογράφος. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας της μουσικής στο ωδείο της Πετρούπολης και αργότερα γραμματέας της ρωσικής Μουσικής Εταιρείας. Έγραψε διάφορα μουσικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι τα… … Dictionary of Greek